Ημιπολύτιμοι Λίθοι

Ημιπολύτιμοι Λίθοι

Οι πέτρες (λίθοι) που χρησιμοποιούνταν στην κοσμηματοποιία, παραδοσιακά χωρίζονταν σε πολύτιμους και ημιπολύτιμους. Στους πολύτιμους συγκαταλέγονταν το διαμάντι, το ρουμπίνι, το ζαφείρι, το σμαράγδι αλλά και ο αμέθυστος. Όλοι οι υπόλοιποι ήταν οι ημιπολύτιμοι λίθοι.

Όταν όμως ανακαλύφθηκαν μεγάλα κοιτάσματα αμέθυστου και η αξία του υποχώρησε πολύ, τότε συμπεριλήφθηκε και αυτός στους ημιπολύτιμους.
Οι περισσότεροι ημιπολύτιμοι λίθοι είναι ορυκτά, λίγοι μόνο είναι οργανικοί, δηλαδή προέρχονται από ζωικούς ή φυτικούς οργανισμούς, όπως το κεχριμπάρι, κοράλλι, ελεφαντόδοντο, και μαργαριτάρι. Η διάκριση πάντως σε πολύτιμους και ημιπολύτιμους, τείνει να εκλείψει, γιατί υπάρχουν ποιότητες ημιπολύτιμων λίθων, πολύ ακριβότερες από τους πολύτιμους, και αντιστρόφως.

  Αμέθυστος
Ένα ακόμη ορυκτό που η ονομασία του έχει Ελληνική προέλευση. Το παράξενο αυτό όνομα οφείλεται στο ότι οι αρχαίοι Έλληνες πίστευαν ότι όποιος φορά κόσμημα με αμέθυστο, ή πίνει το κρασί του σε κούπα από αμέθυστο, απαλύνονται οι συνέπειες από την μέθη. Την δοξασία αυτή βέβαια ήδη ο Πλούταρχος την χλευάζει σαν αβάσιμη.
Στην Ελληνική μυθολογία ο αμέθυστος εμφανίζεται, όταν ο μεθυσμένος θεός Διόνυσος επιτίθεται με άγριες διαθέσεις σε μία παρθένα κόρη που έχει το όνομα «η Αμέθυστος».Το κορίτσι δεν ανταποκρίνεται, και για να σωθεί ζητάει την βοήθεια των θεών. Θεά ήταν αυτή που ανταποκρίθηκε στις προσευχές της, και συγκεκριμένα η Άρτεμις που για να σώσει το κορίτσι, την μεταμορφώνει σε μια άχρωμη πέτρα. Ταπεινωμένος και θυμωμένος ο Διόνυσος, χύνει το κρασί του πάνω στους κρυστάλλους της πέτρας που παίρνουν το όμορφο μοβ χρώμα. Σε μια παραλλαγή του μύθου η πέτρα βάφεται όχι από το κρασί αλλά από τα δάκρυα του μετανιωμένου Διόνυσου.
Είναι εντυπωσιακά όμορφο υλικό και έχει όλες τις προδιαγραφές για να χρησιμοποιηθεί (και ασφαλώς χρησιμοποιείται) στην κατασκευή κοσμημάτων.

   Κορνεόλη
Η κορνεόλη ή καρνεόλη είναι μία ποικιλία χαλκηδόνιου (χαλαζία) σε χρώμα κίτρινο- πορτοκαλί. Το χρώμα αυτό το οφείλει σε προσμίξεις οξειδίου και υδροξειδίου του σιδήρου. Η λέξη προέρχεται από το λατινικό caro = σάρκα, λόγω του χρώματός του Κοιτάσματα σήμερα υπάρχουν σε Ινδία Σρι Λανκα, Βραζιλία, Ουρουγουάη.
Η κορνεόλη συχνά συγχέεται με τον σάρδιο. Μπορεί κάποιος να υποστηρίξει χωρίς να κάνει σοβαρό λάθος ότι πρόκειται για το ίδιο υλικό όπου σάρδιος είναι η ελληνική ονομασία, και κορνεόλη η λατινογενής. Κάποιοι πιο σχολαστικοί, σαν κορνεόλη αναφέρουν το πιο ανοιχτόχρωμο υλικό, περίπου στο χρώμα του μανταρινιού, και σάρδιο το πιο σκούρο και κοκκινωπό, το χρώμα που έχει το κρέας.

  Κοράλλι
Το κοράλλι που εμείς γνωρίζουμε, είναι ο σκελετός πολλών μικρών θαλάσσιων ζώων, που ζούσαν μαζί, έχοντας σχηματίσει αποικία. Τα ζώα αυτά είναι πολύποδες της κλάσης των ανθόζωων, μεγέθους λίγων χιλιοστών το καθένα, που ζουν το ένα δίπλα στο άλλο σχηματίζοντας τεράστιες αποικίες. Κάθε πολύποδας που γεννιέται κολλάει το σκελετό του στην αποικία και την επεκτείνει. Οι αποικίες αυτές κατά τη διάρκεια των αιώνων φτάνουν σε μήκος χιλιομέτρων σχηματίζοντας τους κοραλλιογενείς υφάλους που λέγονται και ατόλες. Οι κοραλλιογενείς ύφαλοι αποτελούνται από ανθρακικό ασβέστιο το υλικό από το οποίο είναι φτιαγμένος ο σκελετός του καθενός μικροσκοπικού πολύποδα. Στις αποικίες των κοραλλιών, μαζί με τους πολύποδες συμβιώνουν και κάποιες μονοκύτταρες άλγες που λέγονται ζωοξανθέλλες. Αυτές οι άλγες φωτοσυνθέτουν, και προμηθεύουν τροφή στους πολύποδες, αλλά συγχρόνως εκκρίνουν χρωστικές, που χρωματίζουν τις αποικίες, δηλαδή τα κοράλλια. Τα χρώματα των κοραλλιών είναι ροζ-κόκκινα, μπεζ, άσπρα.
Επειδή τα κοράλλια δημιουργούν σχηματισμούς που μοιάζουν με κλαδιά, οι άνθρωποι μέχρι το 1730 πίστευαν ότι είναι φυτά. Το κοράλλι όπως και άλλα πολύτιμα υλικά ζωικής προέλευσης (μαργαριτάρι, ταρταρούγα) θεωρείται πολύτιμος λίθος. Ιστορικά και μεταφυσικά θεωρείται «θηλυκός» πολύτιμος λίθος. Οι αρχαίοι Αιγύπτιοι τα αφιέρωναν στην Ίσιδα, και οι Ρωμαίοι στην Αφροδίτη. Στην αρχαία Ελλάδα τα κοράλλια ονομάζονταν «γοργονίδες», γιατί η αρχαία παράδοση έλεγε ότι σχηματίστηκαν από το αίμα της γοργόνας. Ο Πλίνιος αναφέρει πως οι Ινδοί μάντεις πίστευαν πώς να φοράει κάποιος κοράλλι, είναι ισχυρό αποτρεπτικό για πολλούς κινδύνους, και πως οι ίδιοι τα χρησιμοποιούν στις μαγικές τους ιεροτελεστίες. Η ομοιοπαθητική χρησιμοποιεί σαν φάρμακο σκόνη κοραλλιού. Το φάρμακο αυτό ονομάζετα corallium rubrum.
Σε πολλές περιοχές στην Ελλάδα πιστεύουν ότι το κοράλλι προστατεύει από το κακό μάτι, αλλά και τους ναυτικούς από τη μανία της θάλασσας. Στη Χίο κρεμούσαν στην κούνια του νεογέννητου, κλαδάκια από κοράλλι. Τέλος να αναφέρουμε ότι σε πολλούς αναγεννησιακούς πίνακες, απεικονίζεται το θείο βρέφος, με ένα κλαδάκι κοράλλι, κρεμασμένο στο λαιμό. Η λέξη κοράλλι πιθανότατα έχει Ελληνική ετυμολογία: κόρη- αλός, δηλαδή, κόρη της θάλασσας.

Σιτρίν
Είναι μία διάφανη ποικιλία χαλαζία που έχει κίτρινο χρώμα. Μπορεί να συναντήσετε και την ονομασία κιτρίνης, αλλά αυτή δεν χρησιμοποιείται συχνά. Το χρώμα του σιτρίν οφείλεται σε υδροξείδιο του σίδηρου που περιέχεται στον χαλαζία. Σιτρίν με φυσικό κίτρινο χρώμα είναι σχετικά σπάνιο. Οι μεγαλύτερες ποσότητες που πουλιούνται στην αγορά, προέρχονται από άλλα είδη χαλαζία που τα έχουν χρωματιστεί τεχνητά. Για παράδειγμα αμέθυστος χαμηλής ποιότητας, αν θερμανθεί στους 500oC για ορισμένο χρονικό διάστημα χάνει το μοβ χρώμα και σταδιακά παίρνει το χρώμα του citrine. Η πιο μεγάλη ποσότητα από φυσικό σιτρίν, εξορύσσεται στη Βραζιλία.

  Αχάτης
Είναι μία ποικιλία χαλκηδόνιου (χαλαζία). Δημιουργείται από διαδοχικά στρώματα χαλκηδόνιου, που το καθένα έχει διαφορετικό χρώμα. Έτσι κάνοντας μία τομή στον αχάτη, βλέπουμε τις λεπτές παράλληλες καμπύλες γραμμές των στρωμάτων του χαλκηδόνιοου. Κατά τον Θεόφραστο, οι Έλληνες έδωσαν το όνομα σ’ αυτό το ορυκτό, από τον ποταμό Αχάτη (σήμερα Drilio) της Σικελίας όπου τον εύρισκαν. Είναι πολύ διαδεδομένο ορυκτό, και το συναντάμε σε όλα σχεδόν τα χρώματα. Συνήθως βρίσκεται σε αδιάφανη μορφή. Ο Πλίνιος ανέφερε πολλές κατηγορίες αχάτη με διάφορα ονόματα, ιασπαχάτης, αιματαχάτης, κηραχάτης, σμαραγδαχάτης, δενδραχάτης και λευκαχάτης.

 Νεφρίτης
Θα αρχίσουμε να διαλύουμε την σύγχυση γύρω από αυτή την πέτρα, εξηγώντας τους τρεις όρους που παραθέτουμε στα αγγλικά: Jade, nephrite, Jadeite. Η λέξη Jade χρησιμοποιείτο μέχρι τα μέσα του 19ου αιώνα για να περιγράψει δύο διαφορετικά ορυκτά που μοιάζουν πολύ μεταξύ τους και οι άνθρωποι μέχρι τότε δεν τα ξεχώριζαν.
Τα ορυκτά αυτά είναι ο νεφρίτης και ο γιαδείτης ( Nephrite, Jadeite).
Ο νεφρίτης είναι μια ποικιλία του ακτινόλιθου. Χρησιμοποιείται γιά μικρογλυπτική και κατασκευή διακοσμητικών αντικειμένων. Το όνομα του είναι ελληνικό, αλλά και η λατινική ονομασία lapis nephriticus, θα πει «πέτρα για τα νεφρά».
Το άλλο ορυκτό είναι ο γιαδείτης. Επειδή είναι πιο σκληρό χρησιμοποιείται για πέτρες κοσμημάτων, σε κοπή καμπουσόν ή σε μπίλια. Το όνομα του το πήρε από το ισπανικό piedra de ijada που θα πει και αυτό «πέτρα για τα νεφρά», επειδή υπήρχε η δοξασία ότι θεραπεύει τα νεφρά.
«Γιου» στα κινεζικά είναι το jade, δηλαδή και ο γιαδείτης και ο νεφρίτης. Αν ο χρυσός και τα διαμάντια έχουν κάποια αξία για τον δυτικό πολιτισμό, απείρως μεγαλύτερη αξία έχει για τους Κινέζους το «γιου».
Οι κινέζοι λατρεύουν αυτό το πέτρωμα εδώ και 5.000 χρόνια. Ο Κομφούκιος είπε ότι το «γιου», έχει 11 αρετές μεταξύ των οποίων ομορφιά, αγνότητα και επιείκεια Στην κινεζική γλώσσα οι λέξεις που αναφέρονται στην ομορφιά και στις ανώτερες ηθικές αξίες έχουν σα συνθετικό τους το «γιου» .Τα ορυκτά αυτά επίσης είχαν χρησιμοποιήσει για στολισμό, αλλά και για θρησκευτικούς σκοπούς οι λαοί της πρκολομβιανής Κεντρικής Αμερικής. Το Jade ως προς τη διαφάνεια είναι ημιδιάφανο έως αδιάφανο. Τα χρώματα στα οποία μπορούμε να συναντήσουμε το ζαντ, εκτείνονται σε όλες τις αποχρώσεις του πράσινου, και φτάνουν στο κίτρινο, καφέ, μαύρο κ.λ.π. Κοιτάσματα γιαδείτη υπάρχουν στην Καλιφόρνια, Μυανμάρ, Νέα Ζηλανδία Γουατεμάλα, και καιτάσματα νεφρίτη στον Καναδά, την Κίνα και τη Νέα Ζηλανδία.

 Μάτι της τίγρης
Μάτι της τίγρης ονομάζεται μία ημιδιάφανη ποικιλία χαλαζία, με χρυσοκίτρινο χρώμα. Το ενδιαφέρον χαρακτηριστικό αυτής της πέτρας είναι ένας γραμμωτός ιριδισμός, που μοιάζει σαν κινούμενη μεταξωτή ανταύγεια. Οι γραμμές αυτές έχουν εναλλάξ, χρυσαφί και καφέ χρώμα και η σύστασή τους είναι ινώδης κροκκιδόλιθος. Το πολύ χαρακτηριστικό αυτό οπτικό φαινόμενο αυτό είναι γνωστό με την γαλλική λέξη chatoyancy, που θα πει στα ελληνικά το «μάτι γάτας», και είναι εντονότερο σε πέτρες κομμένες καμπουσόν. Παλαιότερα για το μάτι της τίγρης, χρησιμοποιείτο και η ονομασία αιλουρόφθαλμος. Μάτι της τίγρης υπάρχει στις Η.Π.Α., στη Νότια Αφρική, Ναμίμπια, Βραζιλία. Μία ποιότητα μάτι τίγρης σε πιο σκούρο χρώμα, λέγεται Μάτι Γερακιού (Hawk’s eye). Υπάρχει και το Bull’s eye (Μάτι του Βούβαλου), που είναι σχεδόν μαύρο.

Αβεντουρίνη
Αβεντουρίνη ονομάζεται μία ημιδιάφανη ποικιλία χαλαζία, που τη συναντάμε συνήθως σε πράσινο χρώμα, και σπανιότερα σε κοκκινωπό. Η αβεντουρίνη παρουσιάζει στην επιφάνεια έναν ενδιαφέροντα ιριδισμό που δημιουργείται από λαμπυρίζοντες κόκκους. Στην περίπτωση του πράσινου χαλαζία, το λαμπύρισμα οφείλεται σε διάσπαρτα έγκλειστα κομματάκια χρωμιούχου μαρμαρυγίας (μίκα), ενώ στην περίπτωση του κόκκινου, τα έγκλειστα είναι αιματίτης. Το ενδιαφέρον αυτό οπτικό φαινόμενο έχει την ονομασία aventurscence. Το όνομα του ορυκτού προέρχεται από το ιταλικό «a ventura» που θα πει κατά τύχη. Οι μεγαλύτερες ποσότητες αβεντουρίνης εξορύσσονται στην Ινδία, Χιλή Ρωσία κ.λ.π.

Όνυχας
Ο όνυχας είναι μία ποικιλία αχάτη, ο οποίος αχάτης είναι μία ποικιλία χαλκηδόνιου, ο οποίος είναι μία ποικιλία χαλαζία! Η ονομασία είναι και σε αυτή την περίπτωση, ελληνικής προέλευσης, αναφέρεται στις γραμμώσεις που εμφανίζονται στο νύχι του δάχτυλου αρκετών ζώων . Ο Θεόφραστος το αναφέρει σαν ονύχιον. Εμφανίζει επάλληλα στρώματα ανοιχτόχρωμου και σκουρόχρωμου υλικού. Στις διάφορες ποικιλίες όνυχα εμφανίζεται ολόκληρη η χρωματική παλέτα. Στην πράξη όταν λέμε όνυχα συνήθως εννοούμε τον μαύρο με άσπρες γραμμές. Σαρδόνυξ είναι μία ποιότητα όνυχα που τα χρώματά του εναλλάσσονται σε κόκκινο – πορτοκαλί, και ονομάζεται έτσι διότι περιέχει σάρδιο. Αντίστοιχα ο Πλίνιος αναφέρει χαλκηδόνυξ, ιασπόνυξ, αχατόνυξ, απ’ όπου συμπεραίνουμε ότι την εποχή εκείνη είχαν αντιληφθεί ότι όλα αυτά τα υλικά είναι χρωματικές παραλλαγές του ίδιου υλικού, που είναι ο μικροκρυσταλλικός χαλαζίας. Ορυχεία όνυχα υπάρχουν στο Μεξικό, Βραζιλία, Αλγερία, Μαδαγασκάρη, Ινδία.

Φεγγαρόπετρα
Είναι μία ποικιλία λαβραδορίτη, σε γαλακτερή απόχρωση με γαλάζιο ιριδισμό. Εξ’ αιτίας αυτού μπορεί να συναντήσετε την φεγγαρόπετρα με την ονομασία λευκός λαβραδορίτης. Ο ιριδισμός αυτός γίνεται αντιληπτός όταν στρέφουμε ελαφρά την πέτρα κάτω από το φως και μοιάζει σα να μετακινείται μία ιριδίζουσα γραμμή πάνω στην επιφάνεια της. Το οπτικό αυτό φαινόμενα στην περίπτωση της φεγγαρόπετρας έχει την ειδική ονομασία adularscence. Η φεγγαρόπετρα είναι ημιδιάφανη και συνήθως κόβεται σε κοπή καμπουσόν. Παλαιότερα έχουν χρησιμοποιηθεί και οι πιο εύηχες ονομασίες σεληνίτης και σεληνόλιθος. Σπανιότερα χρησιμοποιείται και η ονομασία andularia, από τα όρη Andula της Ελβετίας όπου πρωτοεντοπίστηκε.
Ήταν η αγαπημένη πέτρα των σχεδιαστών κοσμημάτων του ρυθμού Art Nouveau. Η μεγαλύτερη ποσότητα που διακινείται διεθνώς σήμερα προέρχεται από τη Σρι Λάνκα. Μικρότερες ποσότητες υπάρχουν σε Βραζιλία Η.Π.Α. και Αυστραλία.

Ίασπις
Είναι μία αδιάφανη ποικιλία χαλκηδόνιου, σε αποχρώσεις κίτρινο-κόκκινο –καφέ .Το χρώμα αυτό οφείλεται σε διάφορα οξείδια του σιδήρου. Συχνά εμφανίζει ραβδώσεις ή στίγματα. Η λέξη ίασπις είναι Ελληνική, αναφέρεται στον Θεόφραστο και στην Βίβλο. Το ενδιαφέρον σε αυτό το ορυκτό είναι τα νερά και οι ραβδώσεις που υπάρχουν στην επιφάνειά του, δημιουργούν ενίοτε εντυπωσιακά σχήματα που θυμίζουν ψυχεδελικούς πίνακες .Τα σχήματα αυτά ομαδοποιούνται, και οι μελετητές έχουν δώσει στις αντίστοιχες πέτρες, διάφορα ποιητικά ονόματα: Ocean Jasper (Ωκεανός), Biggs Jasper (κριθάρι), Poppy Jasper (παπαρούνα), Butte Jasper (βουναλάκι) κ.λ.π.
Μία ποικιλία ίασπη, έχει την ονομασία ηλιοτρόπιο (heliotrope), αλλά την συναντάμε και με το όνομα αιματόλιθος (bloodstone). Εν αντιθέσει με τις άλλες ποικιλίες ίασπη, που βαφτίστηκαν τα τελευταία χρόνια, το ηλιοτρόπιο είναι γνωστό και με τις δύο ονομασίες του, ήδη από τα μεσαιωνικά χρόνια. Για την ονομασία του, ο θρύλος έλεγε ότι τα κόκκινα στίγματα στην επιφάνεια της πέτρας, προέρχονται από το αίμα του Χριστ που έπεσε με τα την σταύρωσή του πάνω στην πέτρα. Γι αυτό και την χρησιμοποιούσαν για να χαράζουν σκηνές από την σταύρωση του Χριστού, και σκηνές από το μαρτύριο αγίων. Σήμερα στην Ινδία, κύρια χώρα εξόρυξης του ηλιοτρόπιου, η σκόνη του θεωρείται αφροδισιακή ουσία.

Αιματίτης
Ο αιματίτης είναι ορυκτό του σιδήρου με ευρεία διάδοση στο στερεό φλοιό της Γης. Ονομάζεται αιματίτης από το ελληνικό “αίμα” λόγω του χρώματος της γραμμής κόνεως του, η οποία είναι χαρακτηριστικά αιματέρυθρη, σε σημείο που να ταυτοποιείται το ορυκτό από αυτή και μόνο. Ο αιματίτης έχει ιζηματογενή προέλευση, οπότε εμφανίζει συγκρυσταλλωμένα μόρια νερού. Είναι χημικό ίζημα. Αιματίτες με κιτρινωπές αποχρώσεις αποδίδονται σε δευτερογενείς συσσωματώσεις (μηχανικό ίζημα). Σε αιματίτες που δεν περιλαμβάνουν συγκρυσταλλωμένα μόρια νερού, η γένεση αποδίδεται σε ηφαιστειακή δραστηριότητα. Ο αιματίτης αποτελεί συστατικό πάρα πολλών πετρωμάτων, κυριότερο των οποίων είναι το γνωστό κοκκινόχωμα, που οφείλει το χρώμα του ακριβώς στην ύπαρξη κόνεως αιματίτη.

Σοδαλίτης
Είναι ένα αδιαφανές ορυκτό, με ζωηρό μπλε χρώμα. Είναι συστατικό του Lapis Lazouli. Ο σοδαλίτης ανακαλύφθηκε το 1806, αλλά η ύπαρξη του είχε περάσει απαρατήρητη, μέχρι το 1891. Τότε η πριγκίπισσα Patricia της Αγγλίας, επισκέφθηκέ τα ορυχείο σοδαλίτη στο Οντάριο του Καναδά, και αποφάσισε να διακοσμήσει το νέο παλάτι στο Marlboro της Αγγλίας με το καινούργιο υλικό, που έτσι το έκανε διάσημο.

Χρυσόλιθος
Με αυτό το όνομα κατά καιρούς ονομάζονταν διάφορες πέτρες. Την Βικτωριανή εποχή έτσι έλεγαν το χρυσοβήρυλλο. Στην αρχαιότητα εννοούσαν  το ορυκτό ολιβίνης (ελαιόχρωμος), και το περίδοτο. Ο ολιβίνης και η διάφανη ποιότητά του το περίδοτο, έχουν χρωματισμούς στις αποχρώσεις του πράσινου. Η ονομασία χρυσόλιθος μάλλον προήλθε διότι πίστευαν ότι το πέτρωμα αυτό περιέχει στην μάζα του χρυσό. Πριν από περίπου 100 χρόνια, υαλουργοί από το νησί Μουράνο, κατασκεύασαν μία ποιότητα γυαλιού, που περιέχει στην μάζα του ρινίσματα χαλκού, έχει μία καφετί απόχρωση, και εμφανίζει τον ιριδισμό της αβεντουρίνης. Το γυαλί αυτό ονομάζεται χρυσόλιθος, και παραμένει ακόμα και σήμερα δημοφιλές.Στην ελληνική αγορά με την ονομασία χρυσόλιθος συνήθως εννοούμε αυτό το γυαλί. Στην αγγλόφωνη αγορά σαν Chrysolite εννοούν το περίδοτο ή τον χρυσοβήρυλλο.

Σιδηροπυρίτης
Η ονομασία του προέρχεται από τις ελληνικές λέξεις «σίδηρος» και «πυρ», επειδή πιστευόταν ότι γεννά πυρ (φωτιά), καθώς παρήγαγε σπίθες, όταν τριβόταν σε σκληρές μεταλλικές επιφάνειες. Ο όρος παρέμεινε και διεθνοποιήθηκε, αν και παλαιότερα αναφερόταν σχεδόν σε όλα τα μικτά θειούχα. Παλαιότερα ονομαζόταν και ψευδοχρυσός (αγγλ. “fools gold”), λόγω του χρώματός του, που μοιάζει με αυτό του αυτοφυούς χρυσού, από τον οποίο, ωστόσο, διακρίνεται εύκολα λόγω της πολύ μεγαλύτερης σκληρότητάς του.